κατακοκκινίζω — [κατακόκκινος] 1. γίνομαι κόκκινος κυρίως από ντροπή ή θυμό 2. προσδίδω σε κάτι έντονο κόκκινο χρώμα … Dictionary of Greek
διαφοινίσσομαι — (Α) γίνομαι κόκκινος, κατακοκκινίζω … Dictionary of Greek
κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… … Dictionary of Greek
καταπορφυρώ — καταπορφυρῶ, όω (Μ) [καταπόρφυρος] βάφω με ερυθρό χρώμα, κατακοκκινίζω … Dictionary of Greek
καταφοινίσσω — (AM) (επιτ. τ. τού φοινίσσω) κάνω κάτι εντελώς κόκκινο, κατακοκκινίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φοινίσσω «κάνω κάτι κόκκινο»] … Dictionary of Greek
κατερυθριώ — (Α κατερυθριῶ, άω) γίνομαι κατακόκκινος, κατακοκκινίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐρυθριῶ «κοκκινίζω»] … Dictionary of Greek
κατερυθρώ — κατερυθρῶ, όω (Μ) [κατέρυθρος] κάνω κάτι κατακόκκινο, κατακοκκινίζω … Dictionary of Greek